λιπαρώψ

λιπαρώψ
λῐπᾰρώψ, ῶπος, , ,
A bright-looking,

τράπεζα Philox.2.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιπαρώψ — λιπαρώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λαμπρή όψη, λαμπρή εμφάνιση, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + ὤψ, ὠπός «όψη» (πρβλ. κελαιν ώψ)] …   Dictionary of Greek

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”